Ο ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ
Γεννήθηκε και ζούσε σ’ έναν τόπο
όχι και τόσο –αλήθεια- μακρινό.
Κι αν πάλευε, δεν ήξερε τον τρόπο,
μα πήγαινε, κρατώντας το σταυρό
στο χέρι, κι όλο ‘λεγαν οι αγγέλοι:
“Κλάψε ανθρωπάκο, θα γελάς στον ουρανό”
Πρώτη φορά, μικρός στη γειτονιά του
να μην τον παίζουν, μόνος! Τι πικρό…
Να μην ταιριάζει ή μοιάζει στη γενιά του
-άπειρες ώρες, σ’ ένα βίο μοναχικό-
να τραγουδά η ουράνια κυψέλη:
“Κλάψε ανθρωπάκι, θα χαρείς στον ουρανό”
Δεύτερη πράξη: όσο μεγαλώνει
γύρω του υπάρχει κάτι διαφορετικό:
Μια αναπηρία, μι’ αρρώστια τον κυκλώνει
ή ξένος είναι και δεν έχει θέση εδώ.
Στη Γη είν’ ένα ανθρώπινο κουρέλι:
πρέπει να κλάψει για να βρει τον ουρανό.
Η τρίτη πράξη: μες την κοινωνία,
στο τμήμα της το παραγωγικό,
του λένε να ενταχθεί, στην εργασία-
κι ας είν’ αδύναμος στο σώμα, στο μυαλό,
γιατί αλλιώς, κανένας δεν τον θέλει
- πριν κλάψει, ας ρωτάει τον ουρανό.
Τέταρτο δράμα, όταν πρέπει ο ανθρωπάκος
- σαν βρίσκει μια δουλειά, με το στανιό -
τα ένσημα και τα χαρτιά του όλα κάπως
να φτιάξει, δίχως συνδικαλισμό.
Ρεπό και μπόνους του μετρούν με το τσιγκέλι-
κι αν κλάψει, θα τα βρει στον ουρανό.
Το πέμπτο δράμα είν’ η ίδια η ζωή του,
που κύκλους κάνει, κι όλο τρύπες στο νερό.
Βασανισμένος ο ανθρωπάκος: η ύπαρξή του
έχει τσακίσει, κι έτσι μοιάζει, από καιρό
σαν να τον σφίγγουν μ’ ένα αόρατο κρικέλλι,
να κλάψει τώρα, πριν βρεθεί στον ουρανό.
Σήκω ανθρωπάκο, αγωνίσου, πάρε θέση.
Κοίταξε γύρω: να, κι εγώ που σου μιλώ
είμ’ ανθρωπάκος σαν κι εσένα, έχω απωλέσει
στήριξη απ’ τον κοινωνικό μου τον ιστό.
Και μην νομίζεις πως κι εμένα δεν με μέλλει:
κλαίω από τώρα – δεν θα βρω τον ουρανό.