Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009
Το κύμα των νεόπτωχων...
Στο δρόμο με σταμάτησαν τις τελευταίες ημέρες κάποιες κυρίες εκεί γύρω στα 45. Η εμφανισή τους αλλά και η ηλικία τους δεν δικαιολογούσε απόλυτα την εργασία την οποία έκαναν. "Θα πάρετε ένα φυλλάδιο; Είμαστε από την εταιρεία Χ".
Μιλώντας με έναν φίλο μου έκανε λόγω για κυρίες μεσοαστικής εμφάνισης οι οποίες την Κυριακή ήταν στην εκκλησία...όχι για να προσευχηθούν αλλά για να ζητήσουν από τους "πιστούς" να ξεπλύνουν τις τύψεις τους με ένα €. Ζητιάνες της νέας εποχής!!! Αυτής της εποχής των εκρηκτικών δυνατοτήτων που δεν θα γίνει δικιά μας κάποια στιγμή, σαν όριμο φρούτο!
Η ανεργία και η ψευδοεργασία διαρκώς αυξάνονται πετώντας κομμάτια της κοινωνίας στο περιθώριο της επιβίωσης. Πόσο ακόμα;
Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: "Επιστολή προς Μενοικέα"
" Όσο είναι κανείς νέος ας μην αναβάλλει για το μέλλον τη φιλοσοφία, μα κι όταν γεράσει ας μην βαριέται να φιλοσοφεί. Γιατί για κανέναν δεν είναι ποτέ νωρίς και ποτέ αργά για ότι έχει να κάνει με την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα για φιλοσοφία ή ότι πέρασε πια ο καιρός, μοιάζει με άνθρωπο που λέει πως δεν είναι ώρα τώρα για την ευτυχία ή πως δεν έμεινε πια καιρός γι' αυτήν. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο γέρος και ο νέος: ο ένας ώστε καθώς γερνά, να νιώθει νέος μες στα αγαθά που του προσφέρει η χάρη των περασμένων ενώ ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, αφού δεν θα 'χει αγωνία για το αύριο. Χρειάζεται, λοιπόν, να στοχαζόμαστε τα όσα φέρνουν την ευδαιμονία, αφού όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα, κι όταν τη στερούμαστε κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
Να πράττεις και να μελετάς αυτά που συνεχώς σου παράγγελνα, θεωρώντας τα ως βασικές αρχές του καλώς ζην.
Πρέπει να 'χουμε κατά νου ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες. Από τις φυσικές, πάλι, άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές. Τέλος, ορισμένες από τις αναγκαίες επιθυμίες μας είναι δεμένες με την ευδαιμονία μας, άλλες με την ευεξία του σώματος μας κι άλλες με την ίδια μας την επιβίωση. Αν τα μελετήσουμε αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις, θα είμαστε σε θέση να ανάγουμε κάθε επιλογή και κάθε αποφυγή μας στην υγεία του σώματος και στην γαλήνη της ψυχής, μιας και αυτά είναι ότι έχει να σου προσφέρει μια ευτυχισμένη ζωή.
Γιατί όλα γι' αυτό τα κάνουμε: για να μη πονούμε και για να μη μας ταράζει τίποτα. Απαξ και το εξασφαλίσουμε αυτό, κοπάζει η φουρτούνα της ψυχής, αφού το έμψυχο ον δεν έχει λόγο να περιπλανηθεί αναζητώντας κάτι άλλο, αναγκαίο για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο έχουμε ανάγκη από την ηδονή, όταν η απουσία της μας κάνει να υποφέρουμε. Ενώ όταν τίποτα δεν ζορίζει την ψυχή μας, δεν έχουμε ανάγκη να την επιδιώξουμε.
Και γι' αυτό λέω πως η ηδονή είναι αρχή και σκοπός του μακαρίως ζην: γιατί αναγνώρισα ότι είναι το πρωταρχικό και συγγενικό με τη φύση μας αγαθό και ότι αυτή είναι η αφετηρία για κάθε επιλογή και για κάθε αποφυγή μας, και ότι σ' αυτήν καταλήγουμε πάλι, όταν αποτιμάμε το κάθε αγαθό, έχοντας ως κριτήριο το τι αισθανόμαστε. Κι ακριβώς επειδή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο μ' εμάς αγαθό, για τούτο δεν επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή, αλλά συμβαίνει ορισμένες φορές να γυρίζουμε την πλάτη μας σε πολλές ηδονές, όταν τα προβλήματα που προκαλούν αυτές οι ηδονές είναι για μας μεγαλύτερα και υπάρχουν, από την άλλη, πολλοί πόνοι που τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον η ηδονή που θα ακολουθήσει άμα τους υπομείνουμε για κάμποσο θα είναι για μας μεγαλύτερη. Κάθε ηδονή λοιπόν, ακριβώς επειδή η φύση της μας είναι συγγενική, είναι καλό πράγμα δεν συμβαίνει όμως να επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή. Ακριβώς όπως κάθε πόνος είναι κακό πράγμα κι ωστόσο δεν είναι όλοι οι πόνοι τέτοιοι που να μπορούμε να τους αποφεύγουμε.
Είναι καθήκον μας, εντούτοις, να τα κρίνουμε όλα αυτά παραβάλλοντας και συγκρίνοντας το ένα με το άλλο και εξετάζοντας προσεκτικά τι συμφέρει και τι όχι. Γιατί ορισμένες φορές μεταχειριζόμαστε το αγαθό ως κακό και αντιστρόφως.
Το να αρκείται κανείς σ' αυτά που έχει, το θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό: όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά με τη γνήσια πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη, και ότι τα φυσικά πράγματα, όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το περιττό το αποκτάς δύσκολα" ότι μια σκέτη σούπα θα σου δώσει ίση ευχαρίστηση με ένα πολυτελές γεύμα, όταν έχει φύγει όλο το δυσάρεστο αίσθημα από την έλλειψη τροφής και ότι το ψωμί και το νερό δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη. Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στον απλό τρόπο ζωής κι όχι στην πολυτέλεια, δεν βοηθά μόνο την υγεία αλλά κάνει επίσης τον άνθρωπο ικανό να αντεπεξέρχεται με αποφασιστικότητα στις αναγκαίες ενασχολήσεις της ζωής' μας κάνει να το ευχαριστιόμαστε περισσότερο όταν, αραιά και πού, παίρνουμε μέρος σε πολυτελή γεύματα και μας προετοιμάζει να σταθούμε άφοβοι μπρος στα παιχνίδια της τύχης.
Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και των αισθησιακών απολαύσεων, όπως νομίζουν κάποιοι από άγνοια κι επειδή διαφωνούν μαζί μας ή παίρνουν στραβά τα λόγια μας, αλλά εννοούμε το να μην υποφέρει κανείς σωματικούς πόνους και το να μην είναι η ψυχή του ταραγμένη. Γιατί τη γλυκιά ζωή δε μας την προσφέρουν τα φαγοπότια κι οι διασκεδάσεις, ούτε οι απολαύσεις με αγόρια και γυναίκες, ούτε τα ψάρια και τα άλλα εδέσματα που προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, αυτός που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησης μας ή κάθε αποφυγής μας, και αποδιώχνει τις δοξασίες που με τόση σύγχυση γεμίζουν την ψυχή μας.
Αφετηρία για όλα αυτά, και μέγιστο αγαθό συνάμα, είναι η φρόνηση. Γι' αυτό και είναι πολυτιμότερη η φρόνηση κι από τη φιλοσοφία ακόμα, γιατί απ' αυτήν απορρέουν όλες οι αρετές: η φρόνηση που μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς χαρούμενα αν η ζωή του δεν έχει γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη, κι ούτε πάλι μπορεί να 'χει η ζωή του γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη αν δεν έχει και χαρά. Γιατί οι αρετές αυτές είναι σύμφυτες με το να ζει κανείς ευτυχισμένα, κι η ευτυχισμένη ζωή είναι αξεχώριστη από τις αρετές.
Ποιον άραγε θεωρείς καλύτερο από εκείνον που έχει αγνή και καθάρια γνώμη για τους θεούς και που 'χει ξεπεράσει τελείως το φόβο του θανάτου; Που έχει αναλογιστεί το σκοπό που έθεσε η φύση, που έχει αντιληφθεί πόσο εύκολα αγγίζει κανείς και κατακτά το όριο των καλών πραγμάτων και πόσο μικρή είναι η διάρκεια ή η ένταση των κακών. Εκείνον που κοροϊδεύει την Αναγκαιότητα -που κάποιοι την παρουσιάζουν ως την απόλυτη εξουσιάστρια των πάντων-, και βεβαιώνει ότι άλλα πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά, άλλα οφείλονται στην τύχη, άλλα όμως περνούν από το χέρι μας γιατί το βλέπει ότι η αναγκαιότητα δεν φέρει ουδεμία ευθύνη κι η τύχη είναι άστατη, όμως εκείνο που εξαρτάται από εμάς είναι ελεύθερο και φυσικά επιδέχεται τη μομφή όσο και τον έπαινο.
Αλλά και την Τύχη, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν τη θεωρεί θεά όπως κάνουν οι πολλοί αφού από ένα θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα. Ούτε την θεωρεί ως αστάθμητη αιτία όλων των πραγμάτων γιατί δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται στους ανθρώπους το καλό ή το κακό ως προς την ευτυχία τους. Πιστεύει ότι η τύχη είναι απλώς μια αφετηρία για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά. Πιστεύει πως είναι καλύτερα να ατυχήσει μετά από σωστή σκέψη παρά να σταθεί τυχερός όντας παράλογος. Γιατί στις ανθρώπινες πράξεις καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση.
Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί δεν μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.
Πρώτα-πρώτα, το θεό να τον θεωρείς ως ένα ον άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους τους ανθρώπους παράσταση του. Μην του προσάπτεις τίποτα το άσχετο με την αφθαρσία και αταίριαστο με τη μακαριότητα του. Πίστευε, αντίθετα, σε οτιδήποτε μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του.
Οι θεοί υπάρχουν, μιας και η γνώση που έχουμε γι' αυτούς είναι ολοκάθαρη. Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο πολύς ο κόσμος. Γιατί ο κόσμος δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση των θεών. Ασεβής δεν είναι αυτός που βγάζει από τη μέση τους θεούς στους οποίους πιστεύει ο πολύς κόσμος, ασεβής είναι αυτός που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Οι απόψεις του κόσμου για το θεό δεν είναι ξεκάθαρες προλήψεις αλλά ψευδείς δοξασίες. Από δω και η ιδέα ότι οι θεοί προκαλούν στους κακούς τα μεγαλύτερα δεινά και ότι ευεργετούν τους καλούς. Διότι οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές και αποδέχονται τους όμοιους των ενώ το διαφορετικό το θεωρούν ξένο και εχθρικό.
Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι' αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που 'χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου.
Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν' αποφύγουν το θάνατο σαν να 'ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν' αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής.
Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του* όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη» Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το 'χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ' αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.
Πηγή: «ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ» Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ
Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009
Parce qu'on a la rage, on restera debout quoi qu'il arrive,
La rage d'aller jusqu'au bout et là où veut bien nous mener la vie,
Parce qu'on a la rage, on pourra plus s'taire ni s'asseoir dorénavant on s'tiendra prêt parce qu'on a la rage, le coeur et la foi !
Parce qu'on a la rage, on restera debout quoi qu'il arrive,
La rage d'aller jusqu'au bout au delà où veut bien nous mener la vie,
Parce qu'on a la rage, rien ne pourra plus nous arrêter, insoumis, sage, marginal, humaniste ou révolté !
keny arkana
Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009
Να αποφυλακιστεί τώρα ο Θοδωρής Ηλιόπουλος!
ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΝ!Η επί μήνες προφυλάκιση του Θ. Ηλιόπουλου αποτελεί το πιο οφθαλμοφανές παράδειγμα προσπάθειας από την πλευρά της κυβέρνησης και συνολικά του αστικού μπλοκ εξουσίας, να ποινικοποιήσει και να καταστείλει, στο πρόσωπο του, τους αγώνες και τις διεκδικήσεις της νεολαίας και των εργαζομένων και να θωρακιστεί με τον πιο αυταρχικό τρόπο απέναντί τους. Αγώνες και διεκδικήσεις που εντείνονται μέσα στην κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Με κατασκευασμένο κατηγορητήριο, ψευδομάρτυρες, παρατεταμένη προφυλάκιση προσπαθούν στο πρόσωπο του Θ.Ηλιόπουλου να ποινικοποιήσουν την εξέγερση του Δεκέμβρη, να βρουν την καλύτερη αφορμή για περαιτέρω καταστρατήγηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, να καταστείλουν ακόμα και την ελευθερία της γνώμης, της ελεύθερης έκφρασης. Δείχνουν ότι αυτό θα είναι το μέλλον που επιφυλάσσουν το κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκφραστές για κάθε αγωνιζόμενο. Στην περίπτωση Ηλιόπουλου η απαράδεκτη έτσι κι αλλιώς πρακτική της προφυλάκισης παίρνει και χαρακτήρα εκδικητικό απέναντι σε ένα νέο άνθρωπο που δεν σκύβει το κεφάλι, που πήρε θέση για το Δεκέμβρη.
Αυτή η προσπάθεια αυταρχικής θωράκισης του κράτους, του κεφαλαίου και της πολιτικής του, εκφράζεται με την εργοδοτική τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς, τις απολύσεις και την τρομοκράτηση συνδικαλιστών και αγωνιστών του εργατικού κινήματος (απολύσεις συνδικαλιστών στη WIND, δολοφονική επίθεση στην Κ. Κούνεβα κ.α). Έκφραση αυτής της προσπάθειας αποτελούν και τα κατασταλτικά μέτρα του καλοκαιριού στην Πάτρα εναντίον των μεταναστών. Δεν χωρά αμφιβολία πως αυτή η προσπάθεια είναι απαραίτητο συμπλήρωμα και αναπόσπαστο κομμάτι της προώθησης των αντεργατικών μέτρων σε εκπαίδευση και εργασία και έρχεται να συμπληρώσει την βαθιά αντεργατική πολιτική του κεφαλαίου που οδηγεί μεγάλα κομμάτια των εργαζομένων και της νεολαίας στην άγρια εκμετάλλευση, στην ανεργία, στη μισή ζωή!
Χιλιάδες νέοι και εργαζόμενοι, εργατικά σωματεία και φοιτητικοί σύλλογοι έχουν ήδη συγκεντρώσει υπογραφές, έχουν εκδώσει ανακοινώσεις και ψηφίσματα συμπαράστασης στον Θ. Ηλιόπουλο. Η προσπάθεια αυτή συνεχίζεται για την υπεράσπιση της ζωής του και την άμεση αποφυλάκισή του, για την υπεράσπιση του δικαιώματος στον αγώνα, για την υπεράσπιση συνολικά των αγώνων των εργαζομένων και της νεολαίας. Την απάντηση αυτή χρειάζεται δώσουν το επόμενο διάστημα εργαζόμενοι και νεολαία μέσα από τις μικρές αλλά και τις μεγάλες μάχες που θα κληθούν να δώσουν, για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αλλά χρειάζεται και συνολικά πάλη για την ανατροπή της πολιτικής κυβέρνησης - ΠΑΣΟΚ– ΕΕ – κεφαλαίου που γεννά την καταστολή, των περιορισμό των ελευθεριών με τους τρομονόμους και ευρωτρομονόμους.Στηρίζουμε την πανελλαδική κινητοποίηση ,την Δευτέρα, 24 Αυγούστου στην οποία καλεί η Επιτροπή Αλληλεγγύης στον Θ. Ηλιόπουλο και καλούμε τους εργαζόμενους και την νεολαία να τις στηρίξουν.
Να αποφυλακιστεί τώρα ο Θοδωρής Ηλιόπουλος!
νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση – νΚΑ
Νέο Αριστερό Ρεύμα – ΝΑΡ
ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΑΤΡΑΣ
http://nkapatras.blogspot.com
Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009
Αυτοκριτική...για περισσότερους από έναν, αλλά σε ένα σώμα
"Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή γεννήθηκε στην Εμίλια.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή δεν άντεχε πια σαράντα χρόνια κυβερνήσεις
Παρασκευή 15 Μαΐου 2009
O Μαρξ στο Σόχο (μέρος 4ο)
Αναστενάζει.
Η Τζένη πάντα προσπαθούσε να με ηρεμεί. Μ’ εμένα κάτι γινόταν, με τους καλόγερους όμως που έβγαζα, δεν κατάφερνε τίποτα.
Κάνει μια κριμάτσα.
Είχατε ποτέ καλόγερους; Δεν υπάρχει πιο φρικτή αρρώστια. Οι καλόγεροι με κατέτρεχαν σ’ όλη μου τη ζωή. Και διάφοροι ανόητοι τους επικαλέστηκαν για να ερμηνεύσουν την πορεία μου: “Ο Μαρξ είναι θυμωμένος με το καπιταλιστικό σύστημα επειδή έχει καλόγερους” Τι ηλίθιοι. Και τι εξήγηση δίνουν για όλους τους άλλους επαναστάτες που δεν έχουν καλόγερους;
Φυσικά πάντα βρίσκουν κάτι: Αυτόν τον έδερνε ο πατέρας του, εκείνον τον ντάντευε η μητέρα του μέχρι δέκα χρονών, τον άλλο δεν τον έμαθαν να πηγαίνει στην τουαλέτα - λες και πρέπει δηλαδή, να είσαι ανώμαλος για να είσαι επαναστάτης. Κάνουν κάθε δυνατή διάγνωση εκτός από την προφανή: ότι ο καπιταλισμός, που από τη φύση του επιτίθεται στο ανθρώπινο πνεύμα, προκαλεί την επανάσταση...
Α, ναι, λένε ότι ο καπιταλισμός είναι τώρα πιο ανθρώπινος σε σχέση με την εποχή μου. Αλήθεια; Μόλις πριν από λίγα χρονιά στη Βόρεια Καρολίνα -το έγραψαν οι εφημερίδες- οι ιδιοκτήτες ενός ορνιθοτροφείου κλείδωσαν μέσα τις εργάτριες για να ελέγχουν την παραγωγικότητα τους. Το εργοστάσιο πήρε φωτιά και είκοσι πέντε γυναίκες κάηκαν ζωντανές.
Μπορεί όντως ο θυμός μου να φούντωνε από τους καλόγερους. Για δοκιμάστε, όμως, να δουλέψετε, δοκιμάστε να καθίσετε να γράψετε, μ' ένα καλόγερο στον κώλο! Και μη μου μιλάτε για γιατρούς. Οι γιατροί ήξεραν λιγότερα από μένα. Πολύ λιγότερα! Γιατί οι καλόγεροι ήταν δικοί μου.
Πίνει ξανά,μια γουλιά,μπίρα.
Εγώ ανακάλυψα κάτι πολύ απλό: Το νερό. Πανιά βουτηγμένα σε χλιαρό νερό. Η Τζένη μού τα έβαζε υπομονετικά, για ώρες ολόκληρες. Πεταγόταν μέσα στη νύχτα όταν ούρλιαζα και μου έβαζε εκείνα τα καταπραϋντικά επιθέματα... μερικές φορές, όταν έλειπε η Τζένη, το έκανε η Λένχεν.
Σταματάει για να σκεφτεί.
Ναι, η Λένχεν. Ενώ εμείς ζούσαμε μέσα στη φτώχεια στο Σόχο, η μάνα της Τζένης αποφάσισε να μας στείλει τη Λένχεν για να μας βοηθάει με τα παιδιά. Τα έπιπλα μας μπορεί να ήταν στο ενεχυροδανειστήριο, αλλά ξαφνικά βρεθήκαμε να έχουμε υπηρέτρια. Έτσι γίνεται όταν παντρεύεσαι γυναίκα από αριστοκρατική οικογένεια. Τα πεθερικά σου δεν σου στέλνουν χρήματα, που χρειάζεσαι απεγνωσμένα για να πάρεις ψωμί και γάλα, αλλά σερβίτσια και ασημικά. Και μια υπηρέτρια!
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν και τόσο κακή ιδέα. Η υπηρέτρια μπορεί να πάει τα σερβίτσια και τα ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο και να φέρει μερικά χρήματα. Η Λένχεν το έκανε πολλές φορές. Αλλά δεν ήταν υπηρέτρια. Τα παιδιά τη λάτρευαν. Και η Τζένη ένιωθε μεγάλη στοργή γι’ αυτήν.
Όταν αρρώστησε, η Λένχεν ήταν στο πλάι της και τη φρόντιζε μέρα-νύχτα.
Βέβαια, είναι γεγονός ότι η παρουσία της Λένχεν δημιούργησε μεγάλη ένταση ανάμεσα στην Τζένη κι εμένα. Θυμάμαι μια σκηνή. Η Τζένη είπε: “Σήμερα το πρωί, σε είδα πώς κοίταζες τη Λένχεν.” « Πώς την κοίταζα, δηλαδή;».«Όπως ένα άντρας κοιτάζει μια γυναίκα».«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
Κουνάει θλιμένα το κεφάλι. Ήταν από εκείνες τις συζητήσεις που δε βγαίνουν ποτέ σε καλό. Όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο διαμέρισμα μας στην Ντιν στριτ. Και έξω, το Λονδίνο. Το Λονδίνο του 1858.Ο οργανοπαίχτης με τη μαϊμού, οι πόρνες, οι μάγοι, ο άνθρωπος που καταπίνει φωτιές, οι λατέρνες, οι Σκωτσέζοι που έπαιζαν γκάιντα και πάντα κάποια ζητιάνα να τραγουδάει μια ιρλανδέζικη μπαλάντα.
Αυτά έβλεπα και άκουγα κάθε βράδυ στο δρόμο για το σπίτι, επιστρέφοντας από το Βρετανικό Μουσείο, κάθε βράδυ, κάτω από τις λάμπες γκαζιού που είχαν μόλι ς ανάψει. Για να φτάσω στην Ντιν στριτ περνούσα μέσα από τα βρωμόνερα και τα σκουπίδια και σκεφτόμουνα με πόση φροντίδα λιθόστρωναν τους δρόμους στις πλούσιες γειτονιές.
Αναστενάζει.
Τελικά υποθέτω πω ς ήταν ταιριαστό, ο συγγραφέας του Κεφαλαίου να περπατάει μέσα στα σκατά όσο γράφει την καταδίκη του καπιταλιστικού συστήματος. Η Τζένη δε με συμπονούσε όταν παραπονιόμουνα για τη δυστυχία του δρόμου. Έλεγε: «Ετσι υποφέρω κι εγώ όταν διαβάζω το Κεφάλαιο». ΄Ηταν πάντα η πιο αυστηρή κριτικός μου. Δε χάριζε κάστανα. Τίμια, θα μπορούσες να πεις. Αλλά υπάρχει τίποτα πιο εξοργιστικό από έναν τίμιο κριτικό; Αυτό το βιβλίο την ανησυχούσε. Ναι, Το Κεφάλαιο.
Παίρνει το βιβλίο στα χέρια του.
Έλεγε ότι θα έκανα τους αναγνώστες να βαρεθούν από τις πρώτες κιόλας σελίδες με τις αλλεπάλληλες αναφορές μου στα εμπορεύματα, την αξία χρήσης, την ανταλλακτική αξία. Ελεγε πως αυτό το βιβλίο ήταν υπερβολικά μεγάλο, υπερβολικά λεπτομερές. Χρησιμοποιούσε τον όρο « βαρύ».
Αν είναι δυνατόν! Μου θύμιζε αυτό που είπε ο Πίτερ Φοξ, ένας φίλος μας συνδικαλιστής, όταν του έδωσα το βιβλίο: Νιώθω σα να μου χάρισαν έναν ελέφαντα».Ναι, έλεγε η Τζένη, είναι ελέφαντας. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι ήταν διαφορετικό έργο από Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το οποίο είχε γραφτεί για το ευρύ κοινό.
Το Κεφάλαιο ήταν μια διατριβή. «Εντάξει» έλεγε η Τζένη, « διατριβή, αλλά γιατί δε φωνάζει, όπως το Μανιφέστο; Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη, το στοιχειό του κομμουνισμού! Ναι!» έλεγε, «αυτό μάλιστα, αυτό συνεπαίρνει τον αναγνώστη... ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη!» Και μετά μου διάβαζε τις πρώτες φράσεις του Κεφαλαίου. Για να με τυραννήσει, φυσικά.
Ο Μαρξ παίρνει το βιβλίο από τo τραπέζι και διαβάζει:
«Ο πλούτος στις κοινωνίες με καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής εμφανίζεται με τη μορφή συσσώρευσης εμπορευμάτων».«Πολύ βαρετό» μου έλεγε. Σας ρωτώ, είναι βαρετό;
Σκέφτεται.
Εντάξει, ίσως είναι λίγο βαρετό. Το παραδέχτηκα αυτό στην Τζένη. «Δεν υπάρχει λίγo βαρετό», είπε εκείνη. Μην το παρεξηγήσετε. Η Τζένη συμφωνούσε ότι το Κεφάλαιο ήταν μια σοβαρή ανάλυση. Το βιβλίο εξηγούσε ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα επιφέρει μια κολοσσιαία αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, μία χωρίς προηγούμενο αύξηση του πλούτου στον κόσμο. Και, από την ίδια του τη φύση, το σύστημα αυτό θα διανείμει εκείνο τον πλούτο με τρόπο ώστε να καταστρέψει την ανθρωπιά τόσο του εργαζόμενου όσο και του εργοδότη. Και, αϊτό τη φύση του και πάλι, θα δημιουργήσει τους νεκροθάφτες του και θα παραχωρήσει τη θέση του σ’ ένα πιο ανθρώπινο σύστημα.
Αλλά η Τζένη πάντα ρωτούσε: «Θα έχει απήχηση σ’ εκείνους που θέλουμε;» Μια μέρα μου λέει: « Ξέρεις γιατί επέτρεψαν οι λογοκριτές να δημοσιευτεί το Κεφάλαιο; Γιατί δεν το καταλάβαιναν και υπέθεσαν ότι δεν θα το καταλάβει και κανένας άλλος».
Της υπενθύμισα ότι το Κεφάλαιο είχε αποσπάσει ευνοϊκές κριτικές. Εκείνη μου υπενθύμισε ότι τις περισσότερες τις είχε γράψει ο Ένγκελς... Και εγώ της είπα ότι ίσως ασκούσε κριτική στο έργο μου γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί μου. «Εσείς οι άντρες!» είπε. «Αποδίδετε κάθε κριτική στο έργο σας σε κάποιο προσωπικό ζήτημα. Ναι, Μουρ, τα προσωπικά μου αισθήματα δεν παύουν να υπάρχουν, αλλά αυτό είναι διαφορετικό».
Ναι, τα προσωπικά της αισθήματα. Η Τζένη περνούσε μια πολύ άσχημη περίοδο. Υποθέτω ότι το φταίξιμο ήταν δικό μου. Αλλά δεν ήξερα πώς να ανακουφίσω την αγωνία της. Η Τζένη κι εγώ ερωτευτήκαμε όταν εγώ ήμουν δεκαεφτά και εκείνη δεκαεννιά. Ήταν πανέμορφη, με πυρόξανθα μαλλιά και μαύρα μάτια.
Για κάποιο λόγο, η οικογένεια της με είχε συμπαθήσει. Ήταν αριστοκράτες. Οι αριστοκράτες εντυπωσιάζονται πάντα από τους διανοούμενους. Ο πατέρας της Τζένης κι εγώ συζητούσαμε ώρες για την ελληνική φιλοσοφία. Είχα κάνει τη διατριβή για το διδακτορικό μου με θέμα τον Δημόκριτο και τον Επίκουρο. Είχα μόλι ς αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι οι φιλόσοφοι είχαν περιοριστεί στην ερμηνεία του κόσμου. Ενω το θέμα ήταν πώς να τον αλλάξουμε.
Παρασκευή 24 Απριλίου 2009
O Μαρξ στο Σόχο (μέρος 3ο)
Κουνάει το κεφάλι του.
Θυμάμαι συνέχεια την Τζένη.
Σταματάει και τρίβει τα μάτια του.
Πως μάζεψε τα υπάρχοντα μας και πέρασε τη Μάγχη με τα δυο κορίτσια μας, την Τζένισεν και τη Λώρα, για να τα φέρει στο Λονδίνο. Και έφερε στη ζωή άλλα τρία παιδιά στο άθλιο παγωμένο διαμέρισμά μας στην Ντιν στριτ.
Θήλαζε τα μωρά και προσπαθούσε να τα ζεσταiνει. Και τα είδε να πεθαίνουν. Το ένα μετά το άλλο... Ο Γκίντο δεν είχε ακόμα μάθει να περπατάει. Και η Φραντσέσκα ήταν ενός χρόνου... Χρειάστηκε να δανειστώ τρεις λίρες για να πληρώσω το φέρετρο της...
Όσο για τον Μους, αυτός έζησε οχτώ χρόνια, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά από την αρχή. Είχε ένα υπέροχο μεγάλο κεφάλι, αλλά τo υπόλοιπο σώμα του δεν μεγάλωσε ποτέ. Τη νύχτα που πέθανε κοιμηθήκαμε όλοι στο πάτωμα, ξαπλωμένοι γύρω του, μέχρι που μας βρήκε το πρωί.
Όταv γεννήθηκε η Ελεονόρα, φοβηθήκαμε. Αλλά αποδείχθηκε σκληρό καρύδι. Ήταν καλό που είχε δύο μεγαλύτερες αδελφές. Κι αυτές μόλις που την είχαν γλιτώσει.
Η πρώτη, η Τζένισεν, γεννήθηκε στο Παρίσι. To Παρίσι είναι υπέροχο μέρος για ερωτευμένους, αλλά όχι για παιδιά. Η Λώρα ήταν η δεύτερη, αυτή γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Κανένας δεν θα ‘πρεπε να γεννιέται στις Βρυξέλλες.
Στο Λονδίνο δεν είχαμε καθόλου λεφτά, αλλά κάθε Κυριακή κάναμε πικ νικ. Περπατούσαμε μιάμιση ώρα για να πάμε στην εξοχή, η Tζένη, εγώ, τα παιδιά και η Λένχεν - θα σας μ ιλήσω αργότερα γι’ αυτήν...
Η Λένχεν, λοιπόν, έφτιαχνε ψητό μοσχάρι. Και πίναμε τσάι, τρώγαμε ψωμί με φρούτα, τυρί, πίναμε μπίρα. Η Ελεονόρα ήταν η πιο μικρή αλλά έπινε μπίρα.
Δεν είχαμε λεφτά, αλλά τα παιδιά χρειάζονταν διακοπές. Μια φορά, λοιπόν, πήρα τα λεφτά που είχαμε για το νοίκι και τις έστειλα στη Γαλλία, στην ακτή του Ατλαντικού. Μια άλλη φορά, με τα χρήματα που έπρεπε να πάρουμε φαΐ, αγόρασα ένα πιάνο, γιατί τα κορίτσια λάτρευαν τη μουσική.
Κανονικά ένας πατέρας δεν πρέπει να ξεχωρίζει κάποιο από τα παιδιά του. Αλλά η Ελεονόρα! Έλεγα στην Τζένη: «Η Ελεονόρα είναι παράξενο παιδί». Και η Τζένη απαντούσε: Δηλαδή τι περίμενες, τα παιδιά του Καρλ Μαρξ να βγουν συνηθισμένα;»
Η Ελεονόρα ήταν η μικρότερη, η πιο έξυπνη. Φανταστείτε έναν επαναστάτη σε ηλικία οχτώ ετών. Τόσο ήταν η Ελεονόρα το 1863. Η Πολωνία είχε ξεσηκωθεί κατά της ρωσικής κυριαρχίας και η Ελεονόρα έγραψε ένα γράμμα στον Ένγκελς για «εκείνους τους γενναίους στην Πολωνία», όπως τους αποκαλούσε.
Όταν ήταν εννιά χρονών, έστειλε ένα γράμμα στην Αμερική, στον πρόεδρο Λίνκολν, λέγοντας του τι να κάνει για να κερδίσει τον πόλεμο κατά των Νοτίων! Επίσης, κάπνιζε. Και έπινε κρασί. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, ήταν παιδί, έντυνε τις κούκλες της... σιγοπίνοντας ένα ποτήρι κρασί!
Όταν ήταν δέκα χρονών, παίζαμε σκάκι και δυσκολευόμουνα να την κερδίσω. Στα δεκαπέντε της, ξαφνικά έγινε έξαλλη με το «νόμο για την Ημέρα του Κυρίου», την Κυριακή δηλαδή, ο οποίος απαγόρευε κάθε δραστηριότητα. Έτσι, άρχισε να οργανώνει «Κυριακάτικες βραδιές για το λαό» στο Σεντ Μάρτινς Χολ, με μουσικούς που έπαιζαν Χέντελ, Μότσαρτ, Μπετόβεν. Η αίθουσα γέμιζε ασφυκτικά. Δύο χιλιάδες άνθρωποι. Η συγκέντρωση ήταν παράνομη αλλά δεν έγινε καμία σύλληψη. Να ένα μάθημα: Αν είναι να παραβεί ς το νόμο, κάντο μαζί με δύο χιλιάδες ανθρώπους... Και με Μότσαρτ.
Συνήθιζα να διαβάζω σ’ εκείνην και στις αδελφές της Σαίξπηρ και Αισχύλο και Δάντη, και της άρεσε πολύ. Το δωμάτιο της ήταν μουσείο του Σαίξπηρ. Μάθαινε απ’ έξω κομμάτια από το Ρωμαίοs και Ιουλιέτα και επέμενε να της διαβάζω, ξανά και ξανά, το κομμάτι που ο Ρωμαίος συναντάει πρώτη φορά την Ιουλιέτα: “Γελάει με τραύματα. όποιος δεν πληγώθηκε ποτέ... Τα μάτια της στον ουρανό θα πλημμυρούσαν το διάστημα το αγέρινο με τόση λάμψη που θα λαλούσαν τα πουλιά, σαν να ξημέρωνε.”
Δεν ήταν εύκολο να ζεις με την Ελεονόρα. Α, όχι! ξέρετε πόσο ενοχλητικό είναι να έχεις ένα παιδί που βρίσκει ατέλειες στους συλλογισμούς σου; Διαφωνούσε μαζί μου ακόμα και για πράγματα που έγραφα. Να, για παράδειγμα, το δοκίμιο μου με τίτλο το Εβραϊκό ζήτημα. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είναι εύκολο κείμενο. Ε, λοιπόν, η Ελεονόρα το διάβασε και αμέσως με προκάλεσε: «Γιατί ξεχωρίζεις τους Εβραίους ως εκπροσώπους του καπιταλισμού; Δεν είναι οι μόνοι που δηλητηριάστηκαν από το εμπόριο και την απληστία».
Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι δεν ξεχώριζα τους Εβραίους, αλλά απλά τους χρησιμοποιούσα ως ζωντανό παράδειγμα. Σε απάντηση, άρχισε να φοράει το άστρο του Δαβίδ.«Είμαι Εβραία», ανακοίνωσε. Τι μπορούσα να πω; Σήκωσα τους ώμους και τότε η Ελεονόρα σχολίασε: «Αυτό είναι χαρακτηριστική εβραϊκή αντίδραση».
Μπορούσε να γίνει πολύ εκνευριστική. Ήξερε ότι ο πατέρας μου είχε γίνει χριστιανός. Δεν ήταν βολικό να είσαι Εβραίος στη Γερμανία. Σάμπως είναι ποτέ βολικό να είσαι Εβραίος οπουδήποτε; Κι εμένα με βάφτισε όταν ήμουν οχτώ χρόνων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον της Ελεονόρας. Ρώτησε: «Μουρ» -η οικογένεια μου με φώναζε Μουρ, Μαυριτανό δηλαδή, επειδή είχα σκουρόχρωμο δέρμα- «Μουρ, ξέρω ότι έχεις βαφτιστεί. Αλλά είχες ήδη κάνει περιτομή, έτσι δεν είναι;» Δεν είχε καμιά ντροπή αυτό το παιδί! Τέτοιες στιγμές ήταν ανυπόφορη.
Ακούστε αυτό: Μαζί με το εβραϊκό αστέρι φορούσε και το σταυρουδάκι της. Όχι, δεν ήταν ξετρελαμένη με το χριστιανισμό, αλλά με τους Ιρλανδούς και την εξέγερση τους κατά της Αγγλίας. Έμαθε για τους αγώνες των Ιρλανδών από τη Λίτσι Βερνς, το μεγάλο έρωτα του Ένγκελς.
Η Λίτσι ήταν εργάτρια και δεν ήξερε να διαβάζει. Ο Ένγκελς μιλούσε εννέα γλώσσες.. Θα νόμιζε κανείς ότι αυτό θα δημιουργούσε προβλήματα στην σχέση τους. Αλλά αγαπιόντουσαν. Η Λίτσι συμμετείχε ενεργά στον Ιρλανδικό αγώνα. Η Ελεονόρα πήγαινε να τη δει και κάθονταν οι δυο τους στο πάτωμα κι έπιναν μαζί κρασί και τραγουδούσαν ιρλανδέζικα τραγούδια μέχρι που τους έπαιρνε ο ύπνος.
Θυμάμαι εκείνη την τρομερή νύχτα που η αγγλική κυβέρνηση κρέμασε δύο νεαρούς Ιρλανδούς, εκεί στο Σόχο, και ένα μεθυσμένο πλήθος να ζητωκραυγάζει... Αυτοί οι ευγενείς Άγγλοι με το απογευματινό τους τσάι και τους δημόσιους απαγχονισμούς!
Έχω μάθει ότι δεν κρεμάτε πλέον τους ανθρώπους. Μόνο τους κλείνετε στο θάλαμο αερίων, τους κάνετε ενδοφλέβια ένεση με δηλητήριο ή τους ψήνετε στην ηλεκτρική καρέκλα. Πολύ πιο πολιτισμένο...
Τότε, λοιπόν, κρεμάσανε τους δύο νεαρούς Ιρλανδού ς γιατί ήθελαν την απελευθέρωση από την Αγγλία. Η Ελεονόρα έκλαιγε χωρίς σταμάτημα. Εγώ της έλεγα:«Κοριτσάκι μου, είναι πολύ νωρίς για να φορτωθείς τους εφιάλτες του κόσμου. Είσαι δεκαπέντε χρονών». Κι εκείνη απαντούσε: «Ακριβώς Μουρ, αυτό είναι το θέμα. Δεν είμαι δεκατριών, δεν είμαι δεκατεσσάρων, είμαι δεκαπέντε χρονών».
Ναι, ήταν δεκαπέντε χρονών και μαγευόταν από κάθε γοητευτικό άντρα που ερχόταν στο σπίτι. Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρη λίστα. Σ’ όλη τη ζωή της, η Ελεονόρα φάνηκε ευφυής στην πολιτική και χαζή στον έρωτα. Είχε ξετρελαθεί με τον Λισαγκαρέ, τον ήρωα της Παρισινής Κομμούνας. Ε, αυτός τουλάχιστον ήταν Γάλλος.
Ο φίλος της άλλης κόρης μας, της Τζένισεν, ήταν Άγγλος. Οι άγγλοι είναι όπως το αγγλικό φαγητό. Χρειάζεται να πω περισσότερα; Είχαμε βέβαια και τον αγαπημένο της Λώρας, τον Λαφάργκ. Οι δημόσιες εκδηλώσεις πάθους αυτού του τύπου ήταν φοβερές. Της έπιανε τον κώλο, δημόσια, σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Και η Τζένη τον υπερασπιζόταν: «Ξέρεις ότι η οικογένεια του ήρθε στη Γαλλία από την Κούβα». Λες και όλοι στην Κούβα κυκλοφορούν πιάνοντας ο ένας τον κώλο του άλλου!
Δευτέρα 20 Απριλίου 2009
O Μαρξ στο Σόχο (μέρος 2ο)
Αντί για τον ηχο μιας μπαλάντας, στα αυτιά μου έφτανε μια φωνή: «I'm hungry sir...»
Θυμωμένος τώρα.
Και αυτό εσείς το λέτε πρόοδο;
Επειδή έχετε αυτοκίνητα και αεροπλάνα και χιλιάδε ς προϊόντα για να μυρίζετε καλύτερα;
Και οι άνθρωποι που κοιμούνται στο δρόμο;
Παίρνει μια εφημερίδα και την ξεφυλλίζει.
Επίσημη έκθεση: Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν των Η.Π.Α. τον περασμένο χρόνο ήταν επτά τρισεκατομμύρια δολάρια. Εντυπωσιακότατο! Αλλά για πείτε μου, σε ποια χέρια βρίσκονται αυτά τα τρισεκατομμύρια;
Διαβάζει ξανά από την εφημερίδα.
Λιγότεροι από πεντακόσιοι άνθρωποι ελέγχουν περιουσιακά στοιχεία αξίας δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Τώρα βέβαια μιλάμε για ανώτερους ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά; Που είναι πιο χρήσιμοι για την κοινωνία από τη γυναίκα που μεγαλώνει τρία παιδιά μέσα στο χειμώνα χωρίς λεφτά για να πληρώσει τη στέγη και τη θέρμανση;
Εγώ δεν έλεγα, πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, ότι ο καπιταλισμός θα αύξανε τρομακτικά τον πλούτο της κοινωνίας, αλλά ότι αυτός ο πλούτος θα συγκεντρωνόταν ολοένα και σε λιγότερα χέρια;
Διαβάζει από την εφημερίδα: «Κολοσσιαία συγχώνευση της Chemical Bank με την Chase Manhattan Bank. Χάνονται δώδεκα χιλιάδες θέσεις εργασίας... Ανοδος των μετοχών» . Κι ύστερα λένε ότι οι ιδέες μου έχουν πεθάνει!Εχετε διαβάσει «Το ερημωμένο χωριό» , το ποίημα του Oliver Goldsmith;
Απαγγέλλει:
Σύννεφα συμφοράς τον τόπο εκείνο τριγυρίζουν
όπου ο πλούτος συναθροίζεται και άνθρωποι σαπίζουν.
Ναι, σαπίζουν! Σήμερα, όταν περπάτησα στους δρόμους της πόλης σας, βρέθηκα ανάμεσα σε άντρες με εμφανή πλούτο, γυναίκες με γούνες και κοσμήματα. ξαφνικά άκουσα σειρήνες. Μήπως κάπου εκεί κοντά είχε ασκηθεί βία;
Μήπως είχε διαπραχθεί κάποιο αδίκημα; Μήπως κάποιος προσπαθούσε να αρπάξει παράνομα ένα κομμάτι του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, από εκείνους που το είχαν κλέψει νόμιμα;
Φώτα αναβοσβήνουν απειλητικά. Ο Μαρξ κοιτάζει ψηλά και εκμυστηρεύεται στο ακροατήριο:
Αυτό δεν άρεσε στην επιτροπή.
Ο τόνος της φωνής του γλυκαίνει,αναπολεί.
Σ’ εκείνο το μικρό διαμέρισμα στο Σόχο, η Τζένη έφτιαχνε ζεστή σούπα και έβραζε πατάτες. Είχαμε φρέσκο ψωμί από τo φίλο μας το φούρναρη στη γωνία. Καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε και μιλούσαμε για τα γεγονότα της ημέρας - τον αγώνα των Ιρλανδών για την ελευθερία, τον τελευταίο πόλεμο, την ηλιθιότητα των ηγετών της χώρας, την αντιπολίτευση που περιοριζόταν σε ψελλίσματα, τη δειλία του τύπου...
Βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά σήμερα, ε; Μετά το δείπνο, μαζεύαμε τα πιάτα κι εγώ εργαζόμουν. Με τα πούρα μου κι ένα ποτήρι μπίρα. Ναι, εργαζόμουνα μέχρι τις τρεις-τέσσερις το πρωί.
Τα βιβλία μου μία στοίβα στη μία πλευρά, οι κοινοβουλευτικές εκθέσεις στην άλλη και η Τζένη στην απέναντι άκρη του τραπεζιού να αντιγράφει τα γραπτά μου - ο γραφικός χαρακτήρας μου ήταν ακατάληπτος κι εκείνη αντέγραφε κάθε λέξη που έγραφα - ηρωική πράξη!
Κατά καιρούς ξέσπαγε μια κρίση. Όχι, δεν αναφέρομαι σε παγκόσμια κρίση. Χανόταν κάποιο από τα βιβλία μου.
Μία μέρα δεν μπορούσα να βρω τον Ricardo. Ρώτησα τη Τζένη: «Πού είναι ο Ricardo μου;»
«Εννοείς τις Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας;» Το είχε δώσει στο ενεχυροδανειστήριο, νομίζοντας ότι δεν το χρειαζόμουν πια. Φούντωσα. «Τον Ricardo μου!» της λέω, «έβαλες ενέχυρο τον Ricardo μου!»,«Μη φωνάζεις», είπε εκείνη.« Την περασμένη βδομάδα δε βάλαμε ενέχυρο το δαχτυλίδι που μου είχε δώσει η μητέρα μου;» Έτσι ήταν.
Αναστενάζει.
Τα πηγαίναμε όλα στο ενεχυροδανειστήριο. Ιδιαίτερα τα δώρα από την οικογένεια της Τζένης. Όταν τελείωσαν αυτά τα δώρα, αρχίσαμε να βάζουμε ενέχυρο τα ρούχα μας. Ενα χειμώνα -τους ξέρετε τους λονδρέζικους χειμώνες- τον πέρασα χωρίς παλτό.
Όταν δημοσιεύτηκε To Κεφάλαιο είπαμε να το γιορτάσουμε, αλλά πρώτα χρειάστηκε να μας δώσει χρήματα ο Ένγκελς για να πάρουμε από το ενεχυροδανειστήριο τα λινά τραπεζομάντιλα και το σερβίτσιο για το δείπνο.
Ο Ένγκελς... Όταν μας έκοβαν το νερό και το γκάζι και το σπίτι βυθιζόταν στο κρύο και το σκοτάδι και έπεφτε το ηθικό μας, ο Ένγκελς πλήρωνε τους λογαριασμούς.
Ο Ενγκελς... ένας άγιος άνθρωπος. Δεν βρίσκω άλλη λέξη. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια στο Μάντσεστερ. Ναι... χαμογελάει... μας έσωζε ο καπιταλισμός!
Δεv ήταν πάντα σε θέση να καταλάβει τις ανάγκες μας. Εμείς δεν είχαμε λεφτά να πάμε στον μπακάλη κι αυτός μας έστελνε ακριβά κρασιά. Κάποια Χριστούγεννα, που δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο Ένγκελς κατέφθασε με έξι μπουκάλια σαμπάνια. Έτσι, φανταστήκαμε ότι είχαμε στη μέση ένα δέντρο, κάναμε κύκλο γύρω του, ήπιαμε σαμπάνια και τραγουδήσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Ο Μαρξ τραγουδάει. σιγομουρμουρίζει ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι:
«Ω, έλατο...» Βέβαια, ήξερα τι σκέφτονταν οι επαναστάτες φίλοι μου: Ο Μαρξ, ο άθεος, θέλει χριστουγεννιάτικο δέντρο! Ναι, περιέγραψα τη θρησκεία ως το όπιο του λαού, αλλά κανένας δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει ολόκληρη την παράγραφο. Ακούστε.
Παίρνει ένα βιβλίο και διαβάζει:
«Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμό ς του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή σε απάνθρωπες συνθήκες, είναι το όπιο του λαού».
Είναι αλήθεια, το όπιο δεν είναι λύση, αλλά ίσως μερικές φορές είναι απαραίτητο για να απαλύνει τον πόνο.
Ο Μαρξ στο Σόχο (μέρος 1ο)
HOWARD ZINN
Φώτα σπιτιών στο βάθος. Ένα φως στο κέντρο της σκηνής φωτίζει ένα χώρο άδειο, εκτός από ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. O Μαρξ μπαίνει φορώντας μαύρη ρεντιγκότα και μαύρο γιλέκο, λευκό πουκάμισο και μαύρο παπιγιόν. Έχει γένια, είναι κοντός, γεμάτος, με μαύρο μουστάκι και μαλλιά που γκριζάρουν. Φοράει γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και κρατάει ένα σακίδιο. Κοντοστέκεται, περπατάει μέχρι την άκρη της σκηνής, κοιτάζει το ακροατήριο. Δείχνει ικανοποιημένος, λίγο έκπληκτος
Δόξα τω Θεώ, κοινό!
Βγάζει τις προμήθειες του από τo σακίδιο: μερικά βιβλία, εφημερίδες, ένα μπουκάλι μπίρα, ένα ποτήρι. Κάνει στροφή και περπατάει προς το κέντρο της σκηνής.
Ευχαριστώ που ήρθατε. Δεν ακούσατε όλους αυτούς τους ηλίθιους που έλεγαν ότι ο Μαρξ είναι νεκρός. Ε, δηλαδή, είμαι... και δεν είμαι. Είναι θέμα διαλεκτικής. Δεν έχει πρόβλημα να διακωμωδεί τον εαυτό του και τις ιδέες του. Ισως έγινε πιο ήπιος με το πέρασμα των χρόνων. Αλλά πάνω που λες ότι ο Μαρξ μαλάκωσε, έρχονται ξεσπάσματα θυμού. Ίσως αναρωτιέστε πώς έφτασα εδώ... χαμογελάει πονηρά... πήρα τη συγκοινωνία.
Η προφορά του είναι ελαφρά βρετανική, απροσδιόριστα ευρωπαϊκή, χωρίς καμία έντονη απόχρωση, σίγουρα όμως όχι αμερικάνικη.
Εγώ δεν ήθελα να βρεθώ εδώ... Εγώ ζήτησα να γυρίσω στο Σόχο του Λονδίνου. Εκεί που έζησα. Αλλά... ένα μπλέξιμο της γραφειοκρατίας και βρέθηκα εδώ, στο Σόχο της Νέας Υόρκης...
Αναστενάζει.
Βέβαια, πάντα ήθελα να επισκεφτώ τη Νέα Υόρκη.
Ρίχνει μπίρα στο ποτήρι του, πίνει μια γουλιά, το αφήνει στο τραπέζι. Η διάθεση του αλλάζει.
Αναρωτιέστε γιατί επέστρεψα;
Δείχνει κάπως θυμωμένος.
Μα για να αποκαταστήσω την υπόληψη μου.
Σωπαίνει.
Διάβαζα τις εφημερίδες σας...
Παίρνει στα χέρια του μια εφημερίδα.
Όλες διακηρύσσουν ότι οι ιδέες μου έχουν πεθάνει! Τα γνωστά. Αυτοί οι παλιάτσοι τo λένε πάνω από εκατό χρόνια τώρα, αλλά δεν αναρωτιέστε τι μανία είναι αυτή να με ανακηρύσσουν νεκρό ξανά και ξανά;
Κι εγώ είπα, ως εδώ. Ζήτησα να επιστρέψω, έστω για λίγo. Βλέπετε, υπάρχουν κανόνες εκεί πάνω. Είπαμε: γραφειοκρατία. Επιτρέπεται να διαβάζεις, ακόμα και νά βλέπει ς τους ανθρώπους, αλλά όχι να ταξιδεύεις.
Φυσικά, διαμαρτυρήθηκα. Και είχα αρκετή συμπαράσταση... Ο Σωκράτης, παραδείγματος χάριν, τους είπε: « Ζωή χωρίς ταξίδια δεν αξίζει να τη ζεις. Ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας. Η Mother Jones απείλησε ότι θα κάνει πικετοφορία. Ο Μαρκ Τουέιν με υπερασπίστηκε, με το δικό του παράξενο τρόπο. Ο Βούδας έψαλε: Ωμμμμμ! Οι υπόλοιποι σιώπησαν.
Θεέ μου, πεθαμένοι άνθρωποι, τι είχαν να φοβηθούν; Ακόμα και εκεί πάνω, ταραξία με θεωρούν. Ευτυχώς, όμως, η διαμαρτυρία έπιασε τόπο! «Εντάξει, πήγαινε», είπαν, «έχεις μια ώρα στη διάθεση σου να εκθέσεις τις απόψεις σου. Και πρόσεχε: όχι φασαρίες!» Πιστεύουν πραγματικά στην ελευθερία του λόγου, αλλά μέχρις ενός σημείου...
Χασκογελάει
Είναι, βλέπετε, νεοφιλελεύθεροι. Λοιπόν, μπορείτε να διαδώσετε τα νέα: Ο Μαρξ γύρισε! Για λίγο. Αλλά πρώτα να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Δεν είμαι μαρξιστής.
Γελάει
Το είπα κάποτε στον Πίπερ και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό.
Πίνει μια γουλιά μπίρα.
Πρέπει να σας μιλήσω για τον Πίπερ. Ζούσαμε στο Λονδίνο, η Τζένη, εγώ και τα παιδιά. Είχαμε δυο σκύλους, τρεις γάτες και δύο πουλιά. Ίσα που τα φέρναμε βόλτα. Είχαμε ένα διαμέρισμα στον οδό Ντιν, εκεί όπου κατέληγαν οι υπόνομοι της πόλης.
Βρεθήκαμε στο Λονδίνο γιατί με είχαν διώξει από τη Ρηνανία, μάλιστα κύριε, από τον τόπο που γεννήθηκα. Είχα κάνει πολύ επικίνδυνα πράγματα. Ήμουνα συντάκτης της εφημερίδας Die Rheinische Zeitung. Διόλου επαναστατικό έντυπο. Αλλά, τελικά, δεν υπάρχει πιο επαναστατική πράξη από το να λες την αλήθεια.
Εκείνο τον καιρό στη Ρηνανία, η αστυνομία συνελάμβανε φτωχούς ανθρώπους με την κατηγορία ότι μάζευαν καυσόξυλα από τις ιδιοκτησίες των πλουσίων. Έγραψα ένα άρθρο για να διαμαρτυρηθώ. Προσπάθησαν να λογοκρίνουν την εφημερίδα. Στο επόμενο άρθρο έγραψα ότι δεν υπάρχει ελευθερία του τύπου στη Γερμανία. Αποφάσισαν να με δικαιώσουν: Έκλεισαν την εφημερίδα.
Τότε, λοιπόν, γίναμε ριζοσπαστικοί - έτσι δεν γίνεται συνήθως; Το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε με έναν πηχιαίο τίτλο με κόκκινο μελάνι: « Επανάσταση!» Αυτό ενόχλησε τις αρχές και με διώξανε από τη Ρηνανία.
Έτσι πήγα στο Παρίσι. Εκεί δεν πάνε οι εξόριστοι; Πού αλλού μπορείς να περάσεις όλη τη νύχτα σ’ ένα καφέ διηγούμενος πόσο επαναστάτης ήσουνα στην πατρίδα σου; Ναι, ένας εξόριστος που σέβεται τον εαυτό του, πάει στο Παρίσι.
Το Παρίσι ήταν για μας μήνας του μέλιτος. Η Τζένη βρήκε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στο Καρτιέ Λατέν. Ονειρεμένοι μήνες. Αλλά η γερμανική αστυνομία είχε ενημερώσει την αστυνομία του Παρισιού. Φαίνεται πω ς η αστυνομία αναπτύσσει διεθνιστική συνείδηση γρηγορότερα από τους προλετάριους... Έτσι, μ' έδιωξαν και από το Παρίσι. Πήγαμε στο Βέλγιο.
Μας έδιωξαν κι από κει. Και πήγαμε στο Λονδίνο, όπου φτάνουν πρόσφυγες από ολόκληρο τον κόσμο. Οι Άγγλοι έχουν μια αξιοθαύμαστη ανεκτικότητα. Και πόσο υπερηφανεύονται γι’ αυτήν...
Βήχει, κάτι που θα κάνει αρκετές φορές.
Κουνάει το κεφάλι του. Οι γιατροί είπαν ότι ο βήχας θα περάσει σε λίγες εβδομάδες. Αυτό το είπαν το 1858...
Σας έλεγα όμω ςγια τον Πίπερ. Εκείνη την εποχή στο Λονδίνο, περνούσαν από το σπίτι μας όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες από την ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Πίπερ ήταν ένας απ’ αυτούς. Στριφογύριζε γύρω μου σαν σφήκα.
Ήταν ένας κόλακας, ένας γλείφτης. Στεκόταν απέναντι μου, στα δεκαπέντε εκατοστά, για να μην μπορώ να ξεφύγω, και απήγγελλε αποσπάσματα από τα κείμενα μου. Του έλεγα: «Πίπερ, σε παρακαλώ, σταμάτα να μου λες τι έχω γράψει!» Είχε το θράσος να λέει, νομίζοντας ότι θα χαιρόμουνα, πως θα μετέφραζε Το Κεφάλαιο στα αγγλικά. Χα! Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να αρθρώσει μια πρόταση στα αγγλικά χωρίς να κατακρεουργήσει τη γλώσσα.
Τα αγγλικά είναι όμορφη γλώσσα. Είναι η γλώσσα του Σαίξπηρ. Αν ο Σαίξπηρ άκουγε τον Πίπερ να λέει μία μόνο φράση στα αγγλικά, θα αυτοκτονούσε. Αλλά η Τζένη τον λυπόταν και αρκετά συχνά τον προσκαλούσε στα οικογενειακά μας δείπνα.
Ένα βράδυ, ο Πίπερ μας ανακοίνωσε τη σύσταση της Μαρξιστικής Εταιρείας του Λονδίνου.«Μαρξιστική Εταιρεία;» έκανα. « Τι είναι αυτό;» «Συναντιόμαστε» , λέει, «μια φορά την εβδομάδα και συζητάμε ένα από τα κείμενα σου. Το διαβάζουμε φωναχτά και το μελετούμε πρόταση προς πρόταση. Γι’ αυτό αυτοαποκαλούμαστε μαρξιστές - πιστεύουμε με όλη μας την καρδιά σε όλα όσα έχεις γράψει».
«Με όλη σας την καρδιά, σε όλα όσα έχω γράψει;» «Ναι! Και θα ήταν τιμή μας, Χερ Ντόκτορ Μαρξ -έτσι με φώναζε: Χερ Ντόκτορ Μαρξ - αν ερχόσουν να μιλήσεις στην επόμενη συνάντηση της Μαρξιστικής Εταιρείας»
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό». «Γιατί;» ρώτησε. «Γιατί εγώ δεν είμαι μαρξιστής».
Γελάει,με την καρδιά του
Δεν μ' ενοχλούσαν τα κακά αγγλικά του. Ούτε τα δικά μου ήταν άψογα. Ηταν ο
τρόπος που σκεφτόταν. Μ’ έκανε να ντρέπομαι, ήταν ένας δορυφόρος σε τροχιά γύρω από τα λόγια μου, τα οποία αναμετάδιδε στον κόσμο, αφού πρώτα τα διαστρέβλωνε. Και μετά υπερασπιζόταν τις διαστρεβλώσεις αυτές με φανατισμό, καταγγέλλοντας όποιον έδινε διαφορετική ερμηνεία.
Μια φορά είπα στην Τζένη: «Ξέρεις τι φοβάμαι πιο πολύ απ’ όλα; «Ότι δε θα γίνει ποτέ η επανάσταση του προλεταριάτου;» είπε εκείνη. «Όχι!» της λέω. «Φοβάμαι ότι η επανάσταση θα γίνει, αλλά θα πέσει σε χέρια ατόμων σαν τον Πίπερ - κόλακες όταν δεν έχουν εξουσία και φανφαρόνοι όταν την αποκτήσουν. Δογματιστές! Θα μιλούν για λογαριασμό του προλεταριάτου και θα ερμηνεύουν τις ιδέες μου στον κόσμο κατά πως τους βολεύει. Θα στήσουν ένα νέο ιερατείο, μία νέα ιεραρχία, με αφορισμούς και μαύρες λίστες, ιερά εξέταση και εκτελεστικά αποσπάσματα.
Ολα αυτά θα γίνουν στο όνομα του κομμουνισμού, στέλνοντας εκατό χρόνια πίσω τον κομμουνισμό της ελευθερίας. Θα λερώσουν το όμορφο όνειρο μας και για να καθαρίσει θα χρειαστεί να γίνει μια δεύτερη επανάσταση, ίσως και τρίτη. Αυτό φοβάμαι».
Όχι, δεν επρόκειτο να αφήσω τον Πίπερ να μεταφράσει Το Κεφάλαιο. Αντιπροσώπευε δεκαπέντε χρόνια δουλειάς - σε συνθήκες όπως αυτές στο Σόχο. Κάθε πρωί περνούσα ανάμεσα σε ζητιάνους που κοιμόντουσαν δίπλα στα βρωμόνερα για να φτάσω στο Βρετανικό Μουσείο με την καταπληκτική βιβλιοθήκη του, όπου εργαζόμουνα μέχρι να πέσει ο ήλιος. Διάβαζα, διάβαζα...
Υπάρχει άραγε κάτι πιο βαρετό από το να διαβάζεις πολιτική οικονομία; Σκέφτεται. Ε, ναι! Να γράφεις Πολιτική Οικονομία. Όταν έπεφτε το σκοτάδι και γυρνούσα στο σπίτι, στους δρόμους άκουγα τους υπαίθριους μικροπωλητές να διαλαλούν την πραμάτεια τους και τους βετεράνους του Κριμαϊκού πολέμου, μερικοί τυφλοί, άλλοι χωρίς πόδια, να ζητάνε μία πέννα μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα...
Ναι, αυτή η μυρωδιά της μιζέριας στο Λονδίνο. Οι κριτικοί μου θα έλεγαν, σε μια προσπάθεια να υποβαθμίσουν όσα γράφω στο Κεφάλαιο, αυτό που λένε πάντα για ριζοσπαστικούς συγγραφείς: “Α, θα πρέπει να έχει πολύ άσχημα προσωπτκά βιώματα”,
Ε, ναι, αν το θέλετε έτσι, πράγματι, εκείνη η διαδρομή για το σπίτι μου στο Σόχο κάθε βράδυ έτρεφε το θυμό που πέρασε στο Κεφάλαιο. Σας ακούω να λέτε: «Ε, καλά τώρα, έτσι ήταν τότε, πριν από έναν αιώνα. Τότε;