Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

O Μαρξ στο Σόχο (μέρος 2ο)

Σήμερα το πρωί, για να φτάσω ως εδώ, διέσχισα τους γεμάτους σκουπίδια δρόμους της πόλης σας, αναπνέοντας τη βρωμιά, περνώντας δίπλα από άντρες και γυναίκες που κοιμόντουσαν στο πεζοδρόμιο, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, για να αντέξουν το κρύο.

Αντί για τον ηχο μιας μπαλάντας, στα αυτιά μου έφτανε μια φωνή: «I'm hungry sir...»

Θυμωμένος τώρα.

Και αυτό εσείς το λέτε πρόοδο;

Επειδή έχετε αυτοκίνητα και αεροπλάνα και χιλιάδε ς προϊόντα για να μυρίζετε καλύτερα;

Και οι άνθρωποι που κοιμούνται στο δρόμο;

Παίρνει μια εφημερίδα και την ξεφυλλίζει.

Επίσημη έκθεση: Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν των Η.Π.Α. τον περασμένο χρόνο ήταν επτά τρισεκατομμύρια δολάρια. Εντυπωσιακότατο! Αλλά για πείτε μου, σε ποια χέρια βρίσκονται αυτά τα τρισεκατομμύρια;

Διαβάζει ξανά από την εφημερίδα.

Λιγότεροι από πεντακόσιοι άνθρωποι ελέγχουν περιουσιακά στοιχεία αξίας δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Τώρα βέβαια μιλάμε για ανώτερους ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά; Που είναι πιο χρήσιμοι για την κοινωνία από τη γυναίκα που μεγαλώνει τρία παιδιά μέσα στο χειμώνα χωρίς λεφτά για να πληρώσει τη στέγη και τη θέρμανση;

Εγώ δεν έλεγα, πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, ότι ο καπιταλισμός θα αύξανε τρομακτικά τον πλούτο της κοινωνίας, αλλά ότι αυτός ο πλούτος θα συγκεντρωνόταν ολοένα και σε λιγότερα χέρια;

Διαβάζει από την εφημερίδα: «Κολοσσιαία συγχώνευση της Chemical Bank με την Chase Manhattan Bank. Χάνονται δώδεκα χιλιάδες θέσεις εργασίας... Ανοδος των μετοχών» . Κι ύστερα λένε ότι οι ιδέες μου έχουν πεθάνει!Εχετε διαβάσει «Το ερημωμένο χωριό» , το ποίημα του Oliver Goldsmith;

Απαγγέλλει:

Σύννεφα συμφοράς τον τόπο εκείνο τριγυρίζουν
όπου ο πλούτος συναθροίζεται και άνθρωποι σαπίζουν.

Ναι, σαπίζουν! Σήμερα, όταν περπάτησα στους δρόμους της πόλης σας, βρέθηκα ανάμεσα σε άντρες με εμφανή πλούτο, γυναίκες με γούνες και κοσμήματα. ξαφνικά άκουσα σειρήνες. Μήπως κάπου εκεί κοντά είχε ασκηθεί βία;

Μήπως είχε διαπραχθεί κάποιο αδίκημα; Μήπως κάποιος προσπαθούσε να αρπάξει παράνομα ένα κομμάτι του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, από εκείνους που το είχαν κλέψει νόμιμα;

Φώτα αναβοσβήνουν απειλητικά. Ο Μαρξ κοιτάζει ψηλά και εκμυστηρεύεται στο ακροατήριο:

Αυτό δεν άρεσε στην επιτροπή.

Ο τόνος της φωνής του γλυκαίνει,αναπολεί.

Σ’ εκείνο το μικρό διαμέρισμα στο Σόχο, η Τζένη έφτιαχνε ζεστή σούπα και έβραζε πατάτες. Είχαμε φρέσκο ψωμί από τo φίλο μας το φούρναρη στη γωνία. Καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε και μιλούσαμε για τα γεγονότα της ημέρας - τον αγώνα των Ιρλανδών για την ελευθερία, τον τελευταίο πόλεμο, την ηλιθιότητα των ηγετών της χώρας, την αντιπολίτευση που περιοριζόταν σε ψελλίσματα, τη δειλία του τύπου...

Βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά σήμερα, ε; Μετά το δείπνο, μαζεύαμε τα πιάτα κι εγώ εργαζόμουν. Με τα πούρα μου κι ένα ποτήρι μπίρα. Ναι, εργαζόμουνα μέχρι τις τρεις-τέσσερις το πρωί.

Τα βιβλία μου μία στοίβα στη μία πλευρά, οι κοινοβουλευτικές εκθέσεις στην άλλη και η Τζένη στην απέναντι άκρη του τραπεζιού να αντιγράφει τα γραπτά μου - ο γραφικός χαρακτήρας μου ήταν ακατάληπτος κι εκείνη αντέγραφε κάθε λέξη που έγραφα - ηρωική πράξη!

Κατά καιρούς ξέσπαγε μια κρίση. Όχι, δεν αναφέρομαι σε παγκόσμια κρίση. Χανόταν κάποιο από τα βιβλία μου.

Μία μέρα δεν μπορούσα να βρω τον Ricardo. Ρώτησα τη Τζένη: «Πού είναι ο Ricardo μου;»

«Εννοείς τις Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας;» Το είχε δώσει στο ενεχυροδανειστήριο, νομίζοντας ότι δεν το χρειαζόμουν πια. Φούντωσα. «Τον Ricardo μου!» της λέω, «έβαλες ενέχυρο τον Ricardo μου!»,«Μη φωνάζεις», είπε εκείνη.« Την περασμένη βδομάδα δε βάλαμε ενέχυρο το δαχτυλίδι που μου είχε δώσει η μητέρα μου;» Έτσι ήταν.

Αναστενάζει.

Τα πηγαίναμε όλα στο ενεχυροδανειστήριο. Ιδιαίτερα τα δώρα από την οικογένεια της Τζένης. Όταν τελείωσαν αυτά τα δώρα, αρχίσαμε να βάζουμε ενέχυρο τα ρούχα μας. Ενα χειμώνα -τους ξέρετε τους λονδρέζικους χειμώνες- τον πέρασα χωρίς παλτό.

Όταν δημοσιεύτηκε To Κεφάλαιο είπαμε να το γιορτάσουμε, αλλά πρώτα χρειάστηκε να μας δώσει χρήματα ο Ένγκελς για να πάρουμε από το ενεχυροδανειστήριο τα λινά τραπεζομάντιλα και το σερβίτσιο για το δείπνο.

Ο Ένγκελς... Όταν μας έκοβαν το νερό και το γκάζι και το σπίτι βυθιζόταν στο κρύο και το σκοτάδι και έπεφτε το ηθικό μας, ο Ένγκελς πλήρωνε τους λογαριασμούς.

Ο Ενγκελς... ένας άγιος άνθρωπος. Δεν βρίσκω άλλη λέξη. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια στο Μάντσεστερ. Ναι... χαμογελάει... μας έσωζε ο καπιταλισμός!

Δεv ήταν πάντα σε θέση να καταλάβει τις ανάγκες μας. Εμείς δεν είχαμε λεφτά να πάμε στον μπακάλη κι αυτός μας έστελνε ακριβά κρασιά. Κάποια Χριστούγεννα, που δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο Ένγκελς κατέφθασε με έξι μπουκάλια σαμπάνια. Έτσι, φανταστήκαμε ότι είχαμε στη μέση ένα δέντρο, κάναμε κύκλο γύρω του, ήπιαμε σαμπάνια και τραγουδήσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια.

Ο Μαρξ τραγουδάει. σιγομουρμουρίζει ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι:

«Ω, έλατο...» Βέβαια, ήξερα τι σκέφτονταν οι επαναστάτες φίλοι μου: Ο Μαρξ, ο άθεος, θέλει χριστουγεννιάτικο δέντρο! Ναι, περιέγραψα τη θρησκεία ως το όπιο του λαού, αλλά κανένας δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει ολόκληρη την παράγραφο. Ακούστε.

Παίρνει ένα βιβλίο και διαβάζει:

«Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμό ς του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή σε απάνθρωπες συνθήκες, είναι το όπιο του λαού».

Είναι αλήθεια, το όπιο δεν είναι λύση, αλλά ίσως μερικές φορές είναι απαραίτητο για να απαλύνει τον πόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: