Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Ο «ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ» ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 30-12-2007, φύλλο 859

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΙΤΙΔΗ

Ο «ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ» ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Mεταβάλλει το πεδίο της κοινωνικής επιστήμης η εισβολή των νεοκλασικών

Το άτομο δεν είναι υποχρεωμένο να επιλέγει ανάμεσα στις διαθέσιμες ταυτότητες, όπως διατείνονται τα νεοκλασικά οικονομικά, αποκλείοντας έτσι τη δυνατότητα της αλλαγής και της υπέρβασης της κληροδοτημένης κατάστασης, υποστηρίζει ο Μπεν Φάιν.

Eνα από τα κύρια ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα του Μπεν Φάιν είναι ο «ιμπεριαλισμός των οικονομικών» και οι πτυχές του. Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται η «επιθετική εισβολή» της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας σε άλλους επιστημονικούς τομείς πέρα από την παραδοσιακή μελέτη των αγορών, η οποία προκαλεί σημαντικές μεταβολές σε ολόκληρο το πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του νέου θεωρητικού ιμπεριαλισμού είναι η χρήση των οικονομικών για τη μελέτη της ταυτότητας. Αυτό ήταν το αντικείμενο της ομιλίας του Φάιν στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 26 Απριλίου, η οποία είχε τίτλο «τα οικονομικά της ταυτότητας και η ταυτότητα των οικονομικών». Τα επιχειρήματα του Φάιν παρουσιάστηκαν μέσα από την κριτική του έργου δύο νεοκλασικών οικονομολόγων, των Άκερλοφ και Κράντον, οι οποίοι τοποθετούν την ταυτότητα στην τροχιά των οικονομικών χωρίς να συνειδητοποιούν τις παραλείψεις και τα λάθη στα οποία οδηγούνται με τη χρήση αυτής της μεθόδου.

Ο Φάιν ξεκίνησε την ομιλία του παρουσιάζοντας τον ορισμό της ταυτότητας από τους δύο οικονομολόγους. Εκείνοι θεωρούν ότι κάθε άτομο, αν και υποβάλλεται σε ορισμένους περιορισμούς, μπορεί να επιλέξει τις πράξεις και τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν την ταυτότητά του. Υποστηρίζουν ότι επειδή η ταυτότητα είναι θεμελιώδης για τη συμπεριφορά, η επιλογή της μπορεί να είναι η πιο σημαντική «οικονομική» επιλογή του ατόμου – ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την οικονομική ευημερία του. Σύμφωνα με τους Άκερλοφ και Κράντον, όπως η ταυτότητα προσαρμόζεται στη λογική της επιλογής, έτσι και η λογική της επιλογής συνδέεται με την ωφελιμότητα: Στους εργάτες, λόγου χάρη, «η ταυτότητα αποτελεί συστατικό της ωφελιμότητα του εργάτη».

Επομένως, όπως εξήγησε ο Φάιν, οι δύο συγγραφείς ενσωματώνουν την ταυτότητα στην οικονομική τους ανάλυση με δύο τρόπους: Αφενός, εισάγουν τη μεταβλητή της ταυτότητας στη συνάρτηση της ωφελιμότητας – είτε η ταυτότητα επιλέγεται, επιβάλλεται ή προκαλείται. Αφετέρου, παρουσιάζουν ένα σύνολο από δύο μόνον εναλλακτικές, βάσει των οποίων μπορεί να σχηματίζεται η ταυτότητα. Αυτή η μέθοδος παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα. Πρώτον, σε πολλές περιπτώσεις (όπως εκείνες της περιορισμένης αντίληψης, της ατελούς έκφρασης και των πολλαπλών κριτηρίων) επικρατεί αβεβαιότητα και πιθανόν αμφισημία κατά την επιλογή της ταυτότητας, καθιστώντας παράλογο τον ορισμό της με βάση την επιλογή που συνδέεται με την ωφελιμότητα.

Δεύτερον, στη θεωρία των δύο συγγραφέων επιλέγουμε την ταυτότητά μας με βάση εκείνες που υπάρχουν στο περιβάλλον μας, αλλά και ενσωματώνοντας τις ταυτότητες που επιλέγουν οι άλλοι. Δηλαδή, αφενός επιλέγουμε την ταυτότητά μας από τις προϋπάρχουσες και αφετέρου οι ατομικές και κοινωνικές επιλογές εν γένει βασίζονται σε αλληλεξαρτώμενες προτιμήσεις και στρατηγικούς υπολογισμούς. Με αυτό το επιχείρημα, δημιουργείται ο κίνδυνος συνεχούς επιστροφής σε προγενέστερα στάδια (regression) κατά την προσπάθεια ορισμού της ταυτότητας.

Παράλληλα, οι Άκερλοφ και Κράντον υποπίπτουν σε ένα ακόμα σημαντικό ατόπημα μεθοδολογικής φύσης: Προσδιορίζουν την έννοια της ταυτότητας με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος είναι με βάση τη συμμετοχή του ατόμου σε κάποια ομάδα. Ο δεύτερος είναι με βάση κάποια σχεσιακή ιδιότητα – μια ομάδα χαρακτηριστικών με τα οποία συνδέονται τα άτομα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Οι δύο συγγραφείς φαίνεται να θεωρούν ότι αυτοί οι δύο τρόποι ορισμού της ταυτότητας είναι ταυτόσημοι ή συμβατοί, κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει.

Ο Φάιν εντοπίζει τη βάση των προβλημάτων της θεωρίας των Άκερλοφ και Κράντον στην παράλειψη μιας σημαντικής παρατήρησης: Του γεγονότος ότι η ταυτότητα είναι ανακλαστική και δεν αποτελεί απλώς κάτι που επιλέγεται, επιβάλλεται ή προκαλείται. Όπως υποστηρίζουν με ακραίο τρόπο κάποιες μεταμοντέρνες σχολές σκέψης, η ταυτότητα επινοείται, εφαρμόζεται και αναπτύσσεται από εκείνους που την υιοθετούν, συνειδητά ή ασυνείδητα. Επομένως, η ανάλυσή της θα πρέπει να υπερβεί την ανάλυση της ταυτοποίησης με τις ταυτότητες που παρέχονται, στην οποία υποπίπτουν οι Άκερλοφ και Κράντον και η οποία δεν αφήνει περιθώριο για τη δημιουργία νέων ταυτοτήτων. Για τους δύο μελετητές, τα άτομα επιλέγουν την ταυτότητά τους από εκείνες που διατίθενται υπό το φως εξωτερικών περιορισμών, οι οποίοι, στην καλύτερη περίπτωση, ίσως θεωρηθεί ότι δημιουργούνται ενδογενώς από τις συνολικές πράξεις των ατόμων. Αυτό σημαίνει ότι η προσέγγισή τους εξαρτάται από τη διχοτόμηση ανάμεσα στην ταυτότητα ως επιλογή του ατόμου και τις εξωτερικές επιρροές σε αυτή την επιλογή. Έτσι όμως παραβλέπουν το γεγονός ότι το ίδιο το άτομο είναι ικανό να μεταβάλλει το περιβάλλον του.

Ένα παράδειγμα των συνεπειών αυτής της παράλειψης μπορεί να βρεθεί στον εργασιακό χώρο. Η θεωρία των Άκερλοφ και Κράντον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εργοδότες είναι προτιμότερο να απευθύνονται και να ενισχύουν την αφοσίωση και το συνεργατικό πνεύμα των εργατών, απ’ ό,τι να προβαίνουν σε συνεχείς μισθολογικές διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, η ταυτότητα του εργάτη είναι πολύπλευρη και ο ίδιος μπορεί να δείχνει αφοσίωση και συνεργατικό πνεύμα τόσο εντός όσο κι εκτός του εργοστασίου – σε ένα συνδικάτο λόγου χάρη. Οι εργοδότες μπορεί κάλλιστα να ενισχύουν το συνεργατικό πνεύμα των εργατών, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η αλλαγή στην ταυτότητά τους θα στραφεί προς το εργοστάσιο ή θα περιοριστεί σε αυτό.

Το συμπέρασμα του Φάιν είναι ότι ο τεχνικός μηχανισμός των νεοκλασικών οικονομικών, όταν χρησιμοποιηθεί για την ταυτότητα, την αντιμετωπίζει λανθασμένα ως μια σχέση επιλογής ανάμεσα στο άτομο και το δεδομένο περιβάλλον. Αντίθετα, όπως είδαμε πριν, το άτομο μπορεί να μεταβάλλει το περιβάλλον του.

Αυτό το ζήτημα δεν είναι αποκλειστικά ακαδημαϊκό, όπως αποδεικνύεται απ’ τις μεγάλες μάχες που έχουν δοθεί για την αναγνώριση των συνδικάτων. Αυτές οι συγκρούσεις δεν προκύπτουν από μια λογική ατομικής επιλογής της ταυτότητας, αλλά σχετίζονται με τον τρόπο που εσωτερικεύονται οι ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες. Αυτό που είμαι ως εργάτης μπορεί να ακολουθεί μια λογική εσωτερικών αξιών, όμως μπορεί εξίσου να σχετίζεται με την ταυτοποίηση με ευρύτερους στόχους και οργανώσεις. Δεν υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ανάμεσα στην ταυτότητα που μας προσδίδεται κι εκείνη που επιλέγουμε.

ΟΧΙ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Η προτεραιότητα

του περιβάλλοντος

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Οι θέσεις του Μπεν Φάιν για τον καθορισμό της ταυτότητας του ατόμου γίνονται περισσότερο κατανοητές και ενισχύονται, αν εξετάσουμε το παράδειγμα της ταυτότητας του καταναλωτή (consumer identity). Σε παλαιότερες μελέτες του, ο Φάιν έχει επισημάνει έξι στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του καταναλωτή, τα οποία αξίζει να δούμε κατά πόσο είναι συμβατά με την προσέγγιση των Άκερλοφ και Κράντον.

Πρώτον, η ταυτότητα του καταναλωτή καθορίζεται από το πλαίσιό του, από τις περιστάσεις στις οποίες βιώνει. Αυτό το δέχονται οι δύο συγγραφείς, αλλά μόνο σε περιορισμένο βαθμό, υποστηρίζοντας ότι η ταυτότητα σχετίζεται με το «ποιος ταιριάζει με ποιον και σε τι πλαίσιο» και αναγνωρίζοντας ότι διαφορετικές δραστηριότητες «έχουν διαφορετικό νόημα για διαφορετικούς ανθρώπους». Ωστόσο, αυτό αποτελεί εξαιρετικά περιορισμένη προσέγγιση, η οποία αγνοεί τη δυνατότητα δημιουργίας νέων ταυτοτήτων από τους καταναλωτές.

Δεύτερον, το άτομο επεξεργάζεται την ταυτότητά του στη βάση του πλαισίου μέσα στο οποίο βιώνει, των νοημάτων και των δυνατοτήτων που του διατίθενται. Το γεγονός αυτό έχει γίνει αποδεκτό από όσους που επιθυμούν να επηρεάσουν τους καταναλωτές, όπως οι διαφημιστές και οι πολιτικοί, οι οποίοι προσπαθούν να ενισχύσουν, να συνδυάσουν ή να μεταβάλλουν τις υπάρχουσες έννοιες της ταυτότητας, αλλά και να δημιουργήσουν καινούριες.

Τρίτον, η ταυτότητα του καταναλωτή είναι χαοτική και μεταβάλλεται ανάλογα με διάφορες επιρροές και πρακτικές, οι οποίες συχνά είναι αντιφατικές. Αυτό ισχύει λόγω των πολλαπλών ταυτοτήτων τις οποίες υιοθετούν οι καταναλωτές. Η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν μπορεί να συμβαδίσει με την προσέγγιση της ταυτότητας βάσει της μεγιστοποίησης της ωφελιμότητας των Άκερλοφ και Κράντον.

Τέταρτον, η ταυτότητα του καταναλωτή κατασκευάζεται (δομείται, αποδομείται και αναδομείται στη γλώσσα του μεταμοντερνισμού) από την αλληλεπίδραση υλικών και πολιτισμικών στοιχείων. Υπό μία έννοια, αυτό γίνεται αποδεκτό από τους Άκερλοφ και Κράντον, καθώς στη θεωρία τους η ταυτότητα και η συμπεριφορά αλληλοκαθορίζονται. Και πάλι όμως, αυτό αποτελεί ωχρή αντανάκλαση του τι σημαίνει η κατασκευή της ταυτότητας στην εποχή του μεταμοντερνισμού. Ο καταναλωτής βρίσκεται στο τέλος μιας μακράς αλυσίδας οικονομικών και κοινωνικών δομών και διαδικασιών, οι οποίες αποδίδουν υλικό και πολιτισμικό περιεχόμενο στα αντικείμενα της κατανάλωσης και στον καταναλωτή.

Πέμπτον, η ταυτότητα του καταναλωτή είναι αντιφατική, όχι μόνο με την έννοια του χαοτικού που αναφέρθηκε νωρίτερα, αλλά λόγω της σύγκρουσης των κοινωνικών δυνάμεων που αλληλεπιδρούν για να δημιουργήσουν πιο περίπλοκα, εναλλασσόμενα και αβέβαια αποτελέσματα (δηλαδή συμπεριφορές). Ένα παράδειγμα είναι οι διατροφικές διαταραχές (ανορεξία, βουλιμία, παχυσαρκία) οι οποίες αποτελούν ένα σύγχρονο φαινόμενο, που προκαλείται από την αλληλεπίδραση των παρορμήσεων για φαγητό και για δίαιτα, οι οποίες καθορίζονται από το σύγχρονο διατροφικό σύστημα και τα μηνύματα που αποστέλλει, παράλληλα με άλλες πτυχές της ταυτότητας, που αφορούν το φύλο, τη σωματική εικόνα κ.ο.κ.

Έκτον, η δημιουργία της ταυτότητας είναι συγκρουσιακή (conflictual) ή αμφισβητήσιμη (contested). Αυτό αναγνωρίζεται από τους Άκερλοφ και Κράντον, που υποστηρίζουν ότι «μεγάλο μέρος της σύγκρουσης προκύπτει επειδή άνθρωποι με διαφορετικές δομές ή ταυτότητες έρχονται σε επαφή». Όμως, αυτό ελάχιστα αγγίζει την ουσία του προβλήματος του πώς εκτυλίσσονται οι συγκρούσεις για το νόημα της ταυτότητας, συνειδητά ή ασυνείδητα, μέσω κάθε άποψης που υιοθετείται και μέσω της άσκησης της εξουσίας. Στην περίπτωση της κλειτοριδεκτομής, λόγου χάρη, η οποία αναφέρεται από τους δύο μελετητές, η εξάλειψή της απαιτεί δομικές μεταβολές στις σχέσεις εξουσίας μέσω της σύγκρουσης για τη συγκεκριμένη πρακτική, καθώς και μεταβολές στα νοήματα που συνδέονται με τις γυναίκες, τη σεξουαλικότητα κ.ο.κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: